- συναπτήριον
- σύν , ἀπό-τηρέωwatch overimperf ind act 3rd pl (doric)σύν , ἀπό-τηρέωwatch overimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπτήριον — τὸ, Μ βλ. συναπτήριος … Dictionary of Greek
συναπτήριος — ον, Μ 1. αυτός που συνάπτει, συνδετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναπτήριον καθετί που συνάπτει, που συνδέει («σταυρὸς οὐρανοῡ καὶ γῆς συναπτήριον», Στουδ. Θεόδ.) 3. φρ. «συναπτήριος εὐλογία» η ευλογία τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάπτω + επίθημα… … Dictionary of Greek